Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

-«Έχεις νιώσει ποτέ ότι πετάς;»

Σκεφτόμουν συχνά αυτό το πέταγμα και πως να είναι. Η αίσθηση ότι δε πατάς στο έδαφος και μια γλυκιά δύναμη σε παρασύρει. Το άπιαστο όνειρο του ανθρώπου να αποκτήσει φτερά και να πετάξει… Η απόλυτη ελευθερία, η απόλυτη δύναμη… Bunjee jumping, ελεύθερη πτώση και κάθε είδους «πτώση». Αλήθεια, πέφτοντας νιώθεις ότι πετάς;
Και πόσες χιλιάδες ευρώ θα ξόδευες για αυτή την αίσθηση που διαρκεί μόνο λίγα δευτερόλεπτα;
Ναι, εγώ είμαι σίγουρη ότι θα ξόδευα μια περιουσία…

Κι όμως, έχετε χορέψει ποτέ χασαποσέρβικο; Εκείνη τη στιγμή που τα βήματα γίνονται πολύ γρήγορα, που αισθάνεσαι ότι δε προλαβαίνεις να πατήσεις, που απορείς πως τα καταφέρνεις με τα 12ποντα, που απλά πετάς; Ναι, πετάς, δε πατάς στη γη, ή τα βήματα είναι πολύ γρήγορα και εγώ δε το καταλαβαίνω… Δεν έχει τίποτα να κάνει με την αίσθηση της πτώσης που αφυπνίζει το ένστικτο της επιβίωσης. Είναι μια γλυκιά δύναμη που σε παρασύρει, που σε μεθά… Δε ξέρω αν οφείλεται στη μουσική και στο ρυθμό της… μπορεί να οφείλεται και σε εκείνο το ποτήρι το κρασί, ή στο ρυθμικό χειροκρότημα…
Μα, για στάσου… Η μουσική ήταν και πριν εκεί, και πριν δε πέταγες. Το ίδιο και το χειροκρότημα και μεταξύ μας οδηγείς και απόψε δεν έχεις πιει τίποτα…
Μήπως είναι τα χέρια πάνω από τους ώμους σου; Τα χέρια των φίλων σου; Αυτά που σε κρατούν όταν χορεύεις, που σε συγκρατούν να μη πέσεις. Που σε θεραπεύουν όταν πονάς, που σε αγκαλιάζουν, που σε ωριμάζουν, που είναι εκεί;
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν είναι μόνο το χασαποσέρβικο, ούτε μόνο το χασάπικο και ο μπάλος… Είναι και το rock n roll, και η salsa και τόσα άλλα. Αλλά, αν είναι τα χέρια του άλλου που μας κάνουν να πετάμε, γιατί όλο και περισσότερο χορεύουμε μόνοι μας; Όλοι μαζί, αλλά ο καθένας χωριστά, ίσως και σε κύκλο ή σε ζευγάρια, αλλά μόνοι μας…


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Δε ξέρω τι...

Το κοριτσάκι έπαιζε στο πατάρι του σπιτιού. Έψαχνε θησαυρούς και έστηνε ιστορίες. Δε πήγαινε πολύ συχνά στο σπίτι της γιαγιάς της στο χωριό, και δε της πολυάρεσε κιόλας. Δεν είχε άλλα παιδιά εκεί. Και τώρα οι μεγάλοι τσακώνονταν, οπότε είχε μείνει μόνη. Ξεγλίστρησε και αυτή λοιπόν στο δικό της κόσμο, στο πατάρι του σπιτιού και στα παραμύθια που έπλαθε.
Καθώς ψαχούλευε τα πράγματα της γιαγιάς της το βρήκε। Είχε ακούσει τόσα για αυτό. Σχεδόν σε κάθε παραμύθι που είχε ακούσει τόσα χρόνια τώρα ήταν μέσα. Και τώρα φάνταζε ξαφνικά μπροστά της. Το λυχνάρι. Ένα παλιό λυχνάρι που θα χε μείνει ένας θεός ξέρει πόσα χρόνια εκεί πάνω καταχωνιασμένο, από πριν ακόμα φέρουν ρεύμα στο χωριό. Η μικρή δε μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να ζήσει κανείς χωρίς ρεύμα. Και δεν είχε ξαναδεί ποτέ της λυχνάρι από κοντά. Μόνο ζωγραφιστά. Τη μάγεψε, και το πήρε μαζί της. Το έκρυψε στα πράγματα της και όταν έφυγαν από το χωριό το πήρε μαζί της.

...

Τα χρόνια πέρασαν. Το κοριτσάκι μεγάλωσε. Πήγε σχολείο, σπούδασε. Είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα. Το λυχνάρι ήταν το μυστικό της. Ντρεπόταν να πει στους δικούς της ότι το είχε κλέψει. Αλλά δε μπορούσε να το επιστρέψει κιόλας. Η γιαγιά της είχε πεθάνει και δεν πήγαιναν πια καθόλου στο χωριό.
Ένα απόγευμα, να, σαν κι αυτό, καθόταν σπίτι και περίμενε. Δεν ήξερε τι, αλλά κάτι περίμενε. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι και αποφάσισε να ξεθάψει από τη ντουλάπα το μυστικό της. Γέλασε μόλις το είδε. Δε μπορούσε να πιστέψει πόσο χαζή ήταν τότε. Άρχισε να τρίβει το λυχνάρι, για να το γυαλίσει, και γέλαγε με τις ανοησίες που πίστευε μικρή. Και γέλαγε δυνατά, πολύ δυνατά. Και όπως γέλαγε και είχε κλείσει τα μάτια της, της ξέφυγε ένα δάκρυ. Αμέσως, σταμάτησε, δεν ήταν αυτή συμπεριφορά για την ηλικία της. Μα μόλις έστρεψε το βλέμμα της, αντίκρισε αυτό που πάντα φοβόταν. Ένα τζίνι. Ήταν σίγουρη ότι απλά είχε πιει πολύ. «Τι; Έχω τρεις ευχές τώρα;» είπε και γέλασε. «Αν είχες τρεις ευχές τι θα ευχόσουν;» της απάντησε το τζίνι. «Να ήμουν πλούσια, ποθητή και πανέμορφη», και γέλασε ακόμα πιο δυνατά. Είχε όντως πιει, ή ίσως την είχαν πειράξει αυτά τα χάπια που είχε πάρει για το πονοκέφαλο. «Κρίμα, γιατί έχεις μόνο μία ευχή, σκέψου προσεκτικά τι θα ζητήσεις», της απάντησε το τζίνι. Αμέσως σοβάρεψε. Άρχισε να περπατάει πάνω κάτω και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. «Θέλω απλά να είμαι ευτυχισμένη» ψιθύρισε χωρίς να είναι σίγουρη σε ποιον μιλάει. «Πες μου πως, και θα το κάνω» . Και τότε άρχισε να σκέφτεται. Τα πάντα, την οικογένεια της, τις σχέσεις της, τους φίλους της, τις κοινωνικές επαφές… Τα ακριβά σχολεία και πανεπιστήμια, τα ακριβά ρούχα, τα αυτοκίνητα. Τι χρειαζόταν για να είναι ευτυχισμένη; Οικογένεια και παιδιά με έναν ιδανικό σύζυγο, καριέρα και εξουσία, ή μήπως… «Δε ξέρω τι θέλω, θέλω μόνο να είμαι ευτυχισμένη» είπε. «Αν δε ξέρεις τι θες, πως θα νοιώσεις ευτυχισμένη;» της απάντησε το τζίνι και άρχισε να φεύγει, να χάνεται. «Στάσου, που πας, δε μπορείς να φύγεις! Και η ευχή μου; Ποιος νομίζεις πως είσαι; Εγώ σε έβγαλα από κει μέσα! Γύρνα πίσω! Κάνε με ευτυχισμένη!». Και τότε το τζίνι γύρισε, και τη κοίταξε. Άρχισε να κλαίει, τη πλησίασε και τη φίλησε. Και το κοριτσάκι πέθανε.