Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Ο Διονύσης.

 «Άλλη μια μέρα τελείωσε με τη συνηθισμένη της ρουτίνα!»,σκέφτηκε. Για ακόμα μια φορά θα γύριζε στο μικρό του δωμάτιο ολομόναχος! Θα κάθονταν στην άκρη του κρεβατιού του και θα κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη! Ο ίδιος άνθρωπος κάθε μέρα! Το ίδιο ύφος, το ίδιο βλέμμα, τα ίδια ρούχα! Έπειτα, αφού θα είχε περιεργαστεί τη φιγούρα του και θα συνειδητοποιούσε την ανάγκη του για αλλαγή, θα άνοιγε το συρτάρι των αναμνήσεων του! Θα άρχιζε από τα παιδικά του χρόνια . Tις ατελείωτες εξερευνήσεις που έκαναν με την παρέα του χωριού σε ερειπωμένα σπίτια, τις μοναδικές φιγούρες της γιαγιάς και του παππού και τις πεντανόστιμες πίτες της πρώτης σε συνδυασμό με τα μοναδικά καλέσματα του δεύτερου: «Έλα γλετσέ Διόνυσε να αρχίσει το φαγοπότι γιατί η Μεγάλη Θεά έχει αρχίσει να θυμώνει! ».Tους πρώτους του έρωτες, τα πρώτα του φιλιά, την πρώτη του φορά….μετά θα θυμόταν την Άρτεμη! Την μεγάλη του αγάπη! Αυτή η κοπέλα τελικά θα συνειδητοποιούσε πως είχε χαραχτεί βαθιά μέσα στην καρδιά του! Σε αυτό το σημείο θα ξάπλωνε μελαγχολικά στο κρεβάτι του και θα συνέχιζε να την σκέφτεται.

«Όχι! Όχι αυτή τη φορά!», είπε μέσα του λίγο πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα! Έκανε απότομα μεταβολή και κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας της σκάλες. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας του καθισμένος σε μια γωνιά. Απέναντι του, ένα ταλαιπωρημένο σκυλάκι μικρής ηλικίας ,κουλουριασμένο. Δεν μπορούσε να σταματήσει να το χαζεύει. Χαμογέλασε ευτυχισμένος!

Την άλλη μέρα ένα χάδι στο μάγουλο τον ξύπνησε με τρυφερότητα!

«Διονύση παιδί μου, ξύπνα» ήταν η σπιτονοικοκυρά του, «Εδώ κοιμήθηκες αγόρι μου;»

Κάτι είχε αλλάξει εκείνο το βράδυ. Τίποτα δεν ήταν ίδιο πια! Ο Διονύσης ένιωθε πλέον χαρούμενος, ευτυχισμένος, ζωντανός. Κοίταξε το κουταβάκι στην αγκαλιά του. Τι γλυκό, σκέφτηκε! Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει δυστυχισμένος πάλι. Ήξερε πλέον τι έπρεπε να κάνει! Θα τα άλλαζε όλα! Όλα!

Ρούχα, δουλεία, σπίτι….δεν είχε τίποτα να χάσει….τίποτα απολύτως! Κοίταξε ψηλά το κομμάτι του ουρανού που επιεικώς του επέτρεπαν οι γύρω πολυκατοικίες να διακρίνει! Πόσο γαλάζιος, πόσο καθαρός! Το βλέμμα του χάθηκε στο άσπρο ενός μικρού σύννεφου! Χάθηκε κι αυτός. Το σώμα του έμεινε να στέκεται στην είσοδο της πολυκατοικίας. Στην είσοδο του οικήματος που μέχρι χτες αποκαλούσε σπίτι του! Έφυγε. Άφησε τα πάντα πίσω του, χαμογελώντας πλατιά! Και ήταν ακόμα ευτυχισμένος! Για πάντα ευτυχισμένος! Πέταγε ψηλά, κρατώντας το μικρό σκυλάκι του αγκαλιά. Για μια στιγμή νόμισε πως αυτό κούνησε την ουρά του! Γέλασε δυνατά! Χα Χα! Το σκυλάκι κοιμόταν! Έσκυψε τρυφερά, του φίλησε την μυτούλα και ύστερα του ψιθύρισε στο αυτί: μην ανησυχείς αγάπη μου, θα μας πάρω μακριά!

Και δεν ξαναμίλησε!

3 σχόλια:

  1. panemorfo melanxoliko alla panermorfo h megali apodrash pou oloi oneireuomaste me opoion tropo kai ean auth ginei

    ps nougka esu to exeis grapsei?h to vrikes kapou?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οχι νούγκα δημοσίως!παρακαλώ!!! :Ρ
    Ναι ναι εγώ...πολύ πολύ παλιά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εξαιρετικό!
    Μακάρι να διαβάσουμε κι άλλα διηγήματά σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή